- τσέμπαλο
- το(λ. ιταλ.), έγχορδο μουσικό όργανο που παίζεται με πλήκτρα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
τσέμπαλο — (Μουσ.). Έγχορδο μουσικό όργανο με ταστιέρα, όμοιο στο σχήμα με το πιάνο με ουρά. Οι χορδές χτυπιούνται με γλωσσίδια (μύτες από φτερά κόρακα ή, σπανιότερα, από δέρμα), στερεωμένα στα λεγόμενα σαλταρέλι, μικρά ξύλινα μπαστουνάκια κάθετα στο πίσω… … Dictionary of Greek
Σκαρλάτι — (Scarlatti). Επώνυμο δύο Ιταλών μουσικών. 1. Αλεσάντρο. Συνθέτης (Παλέρμο 1660 Νεάπολη 1725). Γεννημένος μέσα σε οικογένεια μουσικών (η αδελφή του Άννα Μαρία ήταν μεγάλη τραγουδίστρια και οι αδελφοί του Φραντσέσκο και Τομάζο διακρίθηκαν ο πρώτος… … Dictionary of Greek
τοκάτα — Ενόργανη μουσική σύνθεση που χρονολογείται από τα τέλη του 16ου αι. Αρχικά τ. σήμαινε κάθε έργο προορισμένο να παίζεται σε όργανα με πλήκτρα, όπως εκκλησιαστικό όργανο ή τσέμπαλο (toccare = εγγίζω), ενώ καντάτα γενικά σήμαινε κάθε έργο… … Dictionary of Greek
τσεμπαλίστας — ο, Ν μουσικός που παίζει τσέμπαλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσέμπαλο + κατάλ. ίστας (πρβλ. πιαν ίστας)] … Dictionary of Greek
κλαβεσίνο(ν) — και κλαβεσέν, το μουσ. πληκτροφόρο νυκτό όργανο, αλλ. αρπίχορδο, τσέμπαλο ή κλαβιτσέμπαλο, γνωστό και με τον παλαιό όρο κλαβικύμβαλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. clavecin] … Dictionary of Greek
διεύθυνση ορχήστρας — Ο συντονισμός των οργανικών και φωνητικών συνόλων κατά τη μουσική εκτέλεση. Η ανάγκη προετοιμασίας και επομένως συντονισμού μιας μουσικής εκτέλεσης εκδηλώνεται από πολύ παλιά· ο χορευτής κρατούσε τον ρυθμό χτυπώντας τα πόδια ή τα χέρια. Ωστόσο,… … Dictionary of Greek
κατακαλί — Αρχαίος ινδικός χορός. Είχε αναπτυχθεί στην περιοχή Κεράλα (νότια Ινδία), όπου αποτελούσε αυλική καλλιτεχνική εκδήλωση. Τα θέματά του προέρχονταν από την επική ποίηση, από την παράδοση των πουρανικών θρησκευτικών κειμένων ή από τη γενικότερη… … Dictionary of Greek
Παϊζιέλο, Τζιοβάνι — (Paisiello, Tάρας 1740 – Nάπολη 1816). Ιταλός συνθέτης. Αφού τελείωσε τις σπουδές του στο ωδείο του Αγίου Ονουφρίου της Νάπολης, εγκατέλειψε τη θρησκευτική μουσική χάρη της κωμικής όπερας, δρέποντας επιτυχίες (1764 66), στην Μπολόνια, στην Πάρμα … Dictionary of Greek
Τζεμινιάνι, Φραντσέσκο — (Geminiani, Λούκα 1687 – Δουβλίνο 1762). Ιταλός συνθέτης και βιολιστής. Αφού σπούδασε με τους περιφημότερους δασκάλους, όπως ο Κορέλι και ο Αλεσάντρο Σκαρλάτι, και διακρίθηκε στην ιδιαίτερη πατρίδα του και στη Νάπολη ως κοντσερτίστας, ο Τ.… … Dictionary of Greek
Τσιμαρόζα, Ντομένικο — (Cimarosa, Αβέρσα, Καζέρτα 1749 – Βενετία 1801). Ιταλός συνθέτης. Γιος ενός χτίστη και μιας πλύστρας, σε ηλικία εφτά ετών έμεινε ορφανός από πατέρα και ύστερα από μια περίοδο επαιτείας τον εμπιστεύτηκαν στους καλόγερους ενός μοναστηριού στο… … Dictionary of Greek